κατεπίκλησις

κατεπίκλησις
κατεπίκλησις, -ήσεως, ἡ (Α) [επίκλησις]
1. ισχυρή κατηγορία
2. επιπρόσθετη ονομασία, νέος τίτλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”